ἀλόγημα

ἀλόγημα
ἀλόγ-ημα, ατος, τό,
A miscalculation, error, Plb.12.20.2: in pl., 9.16.5, al.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλόγημα — ἀλόγημα, το (Α) [αλογῶ] λάθος, σφάλμα, παραλογισμός …   Dictionary of Greek

  • ἀλόγημα — miscalculation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογημάτων — ἀλόγημα miscalculation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογήμασι — ἀλόγημα miscalculation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογήμασιν — ἀλόγημα miscalculation neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλογήματα — ἀλόγημα miscalculation neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλογώ — ἀλογῶ ( έω) (Α) Ι. ενεργ. δεν προσέχω σε κάτι, αδιαφορώ για κάτι, περιφρονώ κάτι 2. είμαι παράλογος (μέσ. ή παθ.) 1. περιφρονούμαι, καταφρονούμαι από κάποιον 2. διαπράττω απρονοησία, παρασύρομαι από κακό ή εσφαλμένο υπολογισμό, κάνω λάθος 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”